ντουμπλές

ντουμπλές
ο
1. μέταλλο με λεπτότατο επίχρισμα από χρυσό ή άργυρο
2. πράγμα που επαναλαμβάνεται δύο φορές ή που αποτελείται από δύο τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”